Ποιος είναι ο οικονομικότερος τρόπος να ζεστάνουμε το σπίτι μας; Ποια είναι τα πλεονεκτήματα του κλιματιστικού έναντι του θερμοπομπού; Συμφέρει περισσότερο να ανοίγουμε το καλοριφέρ μόνο τις ώρες που είμαστε στο σπίτι ή να το διατηρούμε αναμμένο 24 ώρες το 24ωρο.
Οι απαντήσεις, φυσικά, ποικίλουν ανάλογα με τις ανάγκες του κάθε σπιτιού, όμως ο μηχανολόγος-μηχανικός κ. Δημήτρης Λαμπρόπουλος μας δίνει μία γενική εικόνα για τις πιο αποδοτικές και ταυτόχρονα οικονομικές λύσεις.
Οι εναλλακτικές
Συμβατικό καλοριφέρ με πετρέλαιο ή φυσικό αέριο:
Πρόκειται για τον μηχανισμό θέρμανσης που διαθέτουν τα περισσότερα σπίτια. Αν τα θερμαντικά σώματα έχουν τοποθετηθεί μελετημένα μέσα στο σπίτι και ο θερμοστάτης βρίσκεται σε σωστό σημείο, το καλοριφέρ μπορεί μέσα σε λίγη μόνο ώρα να ζεστάνει ομοιόμορφα όλο το σπίτι. Το βασικό του μειονέκτημα είναι το υψηλό κόστος του πετρελαίου και ίσως η τακτική συντήρηση που χρειάζεται από ειδικό επαγγελματία στους καυστήρες. Επιπλέον, στις πολυκατοικίες με κεντρική θέρμανση, οι περιορισμένες ώρες λειτουργίας του καυστήρα συχνά δεν επαρκούν για τα διαμερίσματα που βρίσκονται στους τελευταίους ορόφους, οπότε οι ένοικοι αναζητούν εναλλακτικούς τρόπους θέρμανσης του χώρου, όταν ο καυστήρας σβήσει. Ένα ακόμα μειονέκτημα για κάποιους είναι ότι απαιτεί αρκετό χώρο, όχι μόνο για την δεξαμενή του πετρελαίου και τον καυστήρα-λέβητα, αλλά και για τα σώματα μέσα στο σπίτι.
Τα τελευταία χρόνια που το φυσικό αέριο έχει μπει για τα καλά στην ζωή μας, πολλά σπίτια, παλιά και νέα, το επιλέγουν ως οικονομικότερο καύσιμο. Το φυσικό αέριο είναι ουσιαστικά ένα μίγμα υδρογονανθράκων (περιέχει μεθάνιο και ελάχιστο θείο), το οποίο βρίσκεται στα έγκατα της γης. Η τιμή του φυσικού αερίου αναπροσαρμόζεται ανά δίμηνο στο 80% της τιμής του πετρελαίου. Καθώς, όμως, το πετρέλαιο είναι ελαφρώς πιο αποδοτικό, το φυσικό αέριο καταλήγει να «μας έρχεται» περίπου 17-18% οικονομικότερο.
Επιπλέον, το φυσικό αέριο μειώνει τουλάχιστον στο μισό και την κατανάλωση σε ηλεκτρικό ρεύμα, για όσους τουλάχιστον αντικαθιστούν τις κοινές ηλεκτρικές κουζίνες με αντίστοιχες φυσικού αερίου. Το μειονέκτημα του φυσικού αερίου είναι η δυσχέρεια εγκατάστασης σε παλιές οικοδομές. Ωστόσο, αυτή είναι εφικτή τόσο σε πολυκατοικίες με δισωλήνιο σύστημα θέρμανσης (που έχουν κεντρική θέρμανση), όσο και σε μεμονωμένα διαμερίσματα πολυκατοικιών με μονοσωλήνιο σύστημα (το κόστος εγκατάστασης για ένα διαμέρισμα π.χ. 120 τ.μ. θα είναι περί τα 1.000 με 2.000 ευρώ, ενώ η αίτηση για φυσικό αέριο στην ΕΠΑ είναι 300 ευρώ).
Ένα ακόμα μεγάλο πλεονέκτημα που δίνει το φυσικό αέριο σε όσους το χρησιμοποιούν είναι ότι δεν χρειάζεται να προπληρώσουν την ποσότητα που θα καταναλώσουν, όπως συμβαίνει με το πετρέλαιο, ενώ είναι σίγουροι ότι θα πληρώσουν αυτό που θα καταναλώσουν.
Τέλος, το περιβαλλοντικό όφελος από τη χρήση φυσικού αερίου είναι τεράστιο, καθώς τα προϊόντα καύσης του περιέχουν σημαντικά λιγότερο διοξείδιο του άνθρακα και σχεδόν καθόλου μονοξείδιο του άνθρακα. Αυτό είναι πολύ σημαντικό αν σκεφτεί κανείς πως για πάνω από το 30% της ατμοσφαιρικής μόλυνσης στην Ελλάδα ευθύνεται η θέρμανση των σπιτιών με πετρέλαιο.
Ενδοδαπέδια θέρμανση:
Το πρόβλημα χώρου και αισθητικής που δημιουργούν τα θερμαντικά σώματα της κεντρικής θέρμανσης λύνει η ενδοδαπέδια θέρμανση. Και εδώ θα χρειαστεί εγκατάσταση καυστήρα, λέβητα, κυκλοφορητή, όμως οι τελικοί αποδέκτες δεν είναι τα σώματα αλλά ολόκληρο το δάπεδο του σπιτιού που θερμαίνεται από κάτω, με ειδικούς σωλήνες που απλώνονται σε όλον τον χώρο μεταφέροντας το ζεστό νερό. Έτσι ο χώρος θερμαίνεται ομοιόμορφα, από κάτω προς τα πάνω, προσφέροντας περισσότερη ζέστη στα κάτω άκρα του ατόμου και λιγότερη στο κεφάλι. Επίσης, η λειτουργία του είναι οικονομικότερη, αφού το νερό που κυκλοφορεί στους ενδοδαπέδιους σωλήνες έχει θερμοκρασία 45 βαθμών C, σε αντίθεση με αυτό που κυκλοφορεί στα σώματα (80 βαθμοί C).
Τα μειονεκτήματα αυτής της εναλλακτικής είναι καταρχήν το πολύ υψηλότερο κόστος αρχικής εγκατάστασης, το οποίο βέβαια με τα χρόνια αποσβένεται, αλλά και το γεγονός ότι το πάτωμα αργεί να ζεσταθεί και να αποδώσει τη θερμότητα στον αέρα του σπιτιού, οπότε συνιστάται να βρίσκεται σε διαρκή λειτουργία. Τέλος, ενδοδαπέδια θέρμανση μπορεί να τοποθετηθεί σε ξύλινα και σε μαρμάρινα δάπεδα, τα οποία όμως δεν πρέπει να καλυφθούν με χαλιά ή άλλα μεγάλα και βαριά αντικείμενα.
Ο κ. Λαμπρόπουλος, ωστόσο, συμβουλεύει, λόγω του πολύ υψηλού της κόστους, μία τέτοια εγκατάσταση να γίνει σε σπίτια που βρίσκονται σε πραγματικά κρύα κλίματα, ενώ αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο οι πολύ υψηλές θερμοκρασίες στα κάτω άκρα να προκαλούν θρομβώσεις.
Ηλεκτρικές θερμάστρες – θερμοπομποί – θερμοσυσσωρευτές:
Επιλέγονται κυρίως για σπίτια που δεν έχουν άλλο μηχανισμό θέρμανσης, τοποθετούνται με απλό τρόπο στους τοίχους του σπιτιού και για να λειτουργήσουν καταναλώνουν ηλεκτρικό ρεύμα. Είναι εντελώς αθόρυβοι και με διακριτική σχεδίαση, ενώ είναι ασφαλείς για παιδιά και κατοικίδια. Από οικονομικής άποψης, υπολογίστε ότι για ένα δωμάτιο 12 τ.μ. θα χρειαστείτε έναν θερμοπομπό ισχύος 400W, o οποίος δεν θα σας κοστίσει λιγότερα από 120 ευρώ (χωρίς το κόστος εγκατάστασης). Η δε κατανάλωση ρεύματος κατά την χρήση του είναι ανάλογη αυτής ενός κλιματιστικού με inverter, πιθανώς και λίγο ακριβότερη.
Αξίζει να αναφερθεί ότι για να ζεστάνει καλά το σπίτι με τέτοιου είδους μέσα χρειάζεται να τα «ανάψετε» πολλές ώρες νωρίτερα, πιθανώς και μία μέρα, ενώ αν τοποθετήσετε ένα μόνο μηχάνημα σε ένα δωμάτιο θα ζεστάνει μόνο αυτό το δωμάτιο.
Κλιματιστικό:
Πρόκειται για πρόχειρη αλλά άμεση λύση τοπικής θέρμανσης, με μειονέκτημα ότι ξηραίνει την ατμόσφαιρα, οπότε δεν συνιστάται για πολλές ώρες. Επιπλέον, η χρήση του κλιματιστικού, εκτός κι αν πρόκειται για τεχνολογίας Inverter, είναι πολύ κοστοβόρα καθώς καταναλώνει πολύ ρεύμα. Το ίδιο ισχύει για τα ηλεκτρικά καλοριφέρ, τις σόμπες αλογόνου.
Θερμάστρες κηροζίνης:
Πρόκειται για συσκευές που μπορούν να ζεστάνουν καλά και γρήγορα τον χώρο στον οποίο τοποθετούνται, ενώ μπορούν εύκολα να μεταφερθούν σε οποιοδήποτε δωμάτιο. Από άποψη οικονομίας, καταναλώνουν κηροζίνη, η οποία κοστίζει περί τα 8 ευρώ ανά 6 λίτρα, οπότε για μία θερμάστρα με ντεπόζιτο τέτοιας χωρητικότητας υπολογίστε αυτονομία μικρότερη των 21-22 ωρών μέχρι το επόμενο γέμισμα. Ένα σημαντικό μειονέκτημα είναι ότι εκλύουν δυσάρεστη μυρωδιά, άρα απαιτείται συχνός εξαερισμός του χώρου, ενώ αν μετά από πολύ καιρό χρήσης «μπουκώσουν» μπορούν ακόμα και να μαυρίσουν το δωμάτιο στο οποίο βρίσκονται.
Τζάκι συμβατικό και ενεργειακό:
Το συμβατικό τζάκι περισσότερο αισθητική αξία έχει παρά θερμαντική, καθώς από την καμινάδα του φεύγει και ένα μεγάλο μέρος ζέστης από τον εσωτερικό αέρα του σπιτιού. Το ενεργειακό τζάκι, ωστόσο, έχει το σημαντικό πλεονέκτημα ότι η κλειστή εστία δεν επιτρέπει στον εσωτερικό θερμό αέρα να διαφύγει στο περιβάλλον, παρά μέσω θυρίδων τον αποδίδει στο εσωτερικό του σπιτιού. Το μειονέκτημα του τζακιού είναι ότι ζεσταίνει μόνο τον χώρο στον οποίο βρίσκεται, εκτός κι αν μιλάμε για αερόθερμα ενεργειακά τζάκια που μπορούν να ζεστάνουν περισσότερους από έναν χώρους μεταφέροντας τον ζεστό αέρα με αεραγωγούς σε περισσότερα δωμάτια (λύση που απευθύνεται και σε σπίτι έως 180τ.μ.). Αυτή η εναλλακτική βέβαια μπορεί να εφαρμοστεί σε σπίτια που βρίσκονται σε αρχικά στάδια κατασκευής, ενώ είναι αρκετά ακριβή. Επίσης, για να ζεσταθεί καλά το σπίτι θα πρέπει το τζάκι να καίει ξύλα πολλές ώρες την ημέρα, άρα απαιτεί πολλούς τόνους ξύλα και αρκετό κουβάλημα. Από την άλλη, είναι η μοναδική λύση θέρμανσης σε διακοπές ρεύματος.
Η οικονομικότερη και αποτελεσματικότερη λύση
Το τι τύπος θέρμανσης συμφέρει καλύτερα για ένα σπίτι είναι αυτονόητα ένα ζήτημα με αμέτρητες παραμέτρους (Πού είναι αυτό το σπίτι; Τι δυνατότητες έχει; Τι ανάγκες έχουν οι κάτοικοί του; κ.α.). Σε πολύ γενικές γραμμές, όμως, μιλώντας για ένα μέσο σπίτι σε πόλη ο κ. Λαμπρόπουλος υποστηρίζει πως η οικονομικότερη και ταυτόχρονα αποτελεσματικότερη λύση είναι η κεντρική θέρμανση με φυσικό αέριο. Αν δεν υπάρχει εγκατάσταση φυσικού αερίου στο κτίριο, ή η δυνατότητα να γίνει μία τέτοια εγκατάσταση, η επόμενη λύση είναι το καλοριφέρ με πετρέλαιο. Ούτως ή άλλως, λέει ο ίδιος, τα πρωτογενή καύσιμα είναι πάντα οικονομικότερα από τις συσκευές που χρησιμοποιούν ηλεκτρικό ρεύμα. Συμβουλεύει, πάντως, για να εξοικονομεί κανείς πετρέλαιο να αυξήσει τον βαθμό απόδοσής του και να μειώσει τις απώλειες θερμότητας του χώρου προς το περιβάλλον.
Ο βαθμός απόδοσης εξαρτάται κυρίως από τον λέβητα, ο οποίος μπορεί να φτάσει να αποδίδει μέχρι και 110% -αυτό μας αφορά αν έχουμε την δυνατότητα να επιλέξουμε λέβητα. Αυτό που σίγουρα έχουμε την δυνατότητα να τοποθετήσουμε στο σπίτι μας για να ελέγχουμε την θερμοκρασία που θέλουμε να έχουμε στο σπίτι σε σχέση με την εξωτερική είναι τα λεγόμενα συστήματα αντιστάθμισης. Με αυτά, δεν χρειάζεται να «πασχίζουν» τα σώματα να φτάσουν τους 20 βαθμούς από τους 0 βαθμούς, για τους οποίους είναι προγραμματισμένα, αλλά από όσους βαθμούς είναι η εξωτερική θερμοκρασία. Το αποτέλεσμα είναι μειωμένη κατανάλωση πετρελαίου (δείτε αναλυτικά πώς λειτουργούν εδώ.)
Τέλος, για μειωμένες απώλειες θερμότητας θα πρέπει το σπίτι μας να είναι καλά μονωμένο, να μην υπάρχουν ανοιχτές πόρτες και παράθυρα και να κλείνουμε παντζούρια και κουρτίνες όταν έχει πέσει ο ήλιος. Η ιδανική θερμοκρασία για κάθε χώρο ώστε να μην έχει απώλειες είναι 20 βαθμοί –κάθε επιπλέον βαθμός στον θερμοστάτη αυξάνει τις απώλειες αλλά και την κατανάλωση πετρελαίου.
πηγη:in2life
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου